πλησμονή

πλησμονή
η, ΝΜΑ
1. (σχετικά με τροφή) κορεσμός, χόρτασμα
2. αφθονία, πληθώρα, πολύ μεγάλη ποσότητα («υπήρξε πλησμονή σφαγίων το Πάσχα στην αγορά»)
αρχ.
τέλεια πλήρωση, γέμισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από το θ. πλησ- τού πίμ-πλ-ημι* (πρβλ. αόρ. -πλησ-α) + κατάλ. -μονή (< -μων), πρβλ. πη-μονή: πῆμα, φλεγ-μονή: φλέγμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πλησμονῇ — πλησμονή a being filled fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονή — a being filled fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονή — η 1. πλήθος, αφθονία. 2. κορεσμός, χορτασμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλησμοναῖς — πλησμονή a being filled fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμοναί — πλησμονή a being filled fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονᾶς — πλησμονή a being filled fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονῆς — πλησμονή a being filled fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονῇσι — πλησμονή a being filled fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονῇσιν — πλησμονή a being filled fem dat pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλησμονήν — πλησμονή a being filled fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”